χρηματίτης

χρηματίτης
ὁ, Α
(ενν. ἀγών) αγώνας τού οποίου το έπαθλο ήταν η προσφορά χρηματικού ποσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆμα, χρήματος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. στεφαν-ίτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χρηματίτης — χρηματί̱της , χρηματίτης for a money prize masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματίτας — χρηματί̱τᾱς , χρηματίτης for a money prize masc acc pl χρηματί̱τᾱς , χρηματίτης for a money prize masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПИФИЯ —    • Pythĭa,        1. τὰ Πύθια, Пифийские игры, один из больших национальных праздников у греков в честь Аполлона Пифийского, праздновался на Криссейской равнине близ Дельф; вся она была посвящена этому богу и вследствие изречения оракула не… …   Реальный словарь классических древностей

  • χρηματίτην — χρηματί̱την , χρηματίτης for a money prize masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”